- εἰρεσιώνης
- εἰρεσιώνηbranchfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ειρεσιώνη — εἰρεσιώνη, η (AM) (Α και εἰρυσιώνη) μσν. είδος αγριελιάς αρχ. 1. κλαδί ελιάς ή δάφνης, στολισμένο με μαλλί, καρπούς και φιαλίδια με λάδι, κρασί και μέλι, σύμβολο γονιμότητας το οποίο πρόσφεραν παιδιά τραγουδώντας στον Απόλλωνα ή τό κρεμούσαν στις … Dictionary of Greek